- ξενοκτονώ
- ξενοκτονῶ, -έω, ιων. τ. ξεινοκτονέω (Α) [ξενοκτόνος]φονεύω τους φιλοξενουμένους μου ή αυτόν που μέ φιλοξενεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεινοκτονώ — ξεινοκτονῶ, έω (Α) ιων. τ. βλ. ξενοκτονώ … Dictionary of Greek